- νευροψυχιατρική
- ηιατρική ειδικότητα που περιλαμβάνει εξειδίκευση στη νευρολογία και στην ψυχιατρική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropsychiatry < νευρ(ο)-* + ψυχιατρική].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… … Dictionary of Greek
νευροψυχίατρος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στη νευροψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropsychiatrist < νευρ(ο) * + ψυχίατρος] … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
σχιζοφρενία — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από την αποδιοργάνωση της προσωπικότητας αυτό που ονομάζεται διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών με έκπτωση του συναισθήματος, απώλεια της επαφής με το περιβάλλον (αυτισμός) και ψευδαισθήσεις. Συνήθως… … Dictionary of Greek
Μπεχτέρεφ, Βλαντιμίρ Μιχαήλοβιτς — (Σοράλι, κοντά στη Βιάτκα 1857 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1927). Ρώσος νευροψυχίατρος και ψυχολόγος. Αφού ειδικεύτηκε στη νευροψυχιατρική, ύστερα από σπουδές στη Λειψία κοντά στον Βουντ και στο Παρίσι κοντά στον Σαρκό, επέστρεψε… … Dictionary of Greek